πασπατεύω

πασπατεύω
πασπατεύω, πασπάτεψα βλ. πίν. 17
——————
Σημειώσεις:
πασπατεύω : σπάνια η παθητική φωνή (πασπατεύομαι, βλ. πίν. 18 ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πασπατεύω — και πασπατεύγω 1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω 2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)] …   Dictionary of Greek

  • πασπατεύω — πασπάτεψα, πασπατεύτηκα, πασπατεμένος 1. ψαχουλεύω, ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ: Ώρες πασπάτευα μέσα στο σκοτάδι. 2. αγγίζω, παίρνω στα δάχτυλα, ψαχουλεύω: Το βλεπαν, το πασπάτευαν και την τιμή ρωτούσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… …   Dictionary of Greek

  • πασπάτεμα — το [πασπατεύω] ψαχούλεμα, ψηλάφηση …   Dictionary of Greek

  • πασπάτης — α, ικο [πασπατεύω] αυτός που χρονοτριβεί, χασομέρης …   Dictionary of Greek

  • πασπατευτός — ή, ό [πασπατεύω] αυτός που μπορεί να ψηλαφηθεί. επίρρ... πασπατευτά με ψηλαφητό τρόπο, ψαχτά …   Dictionary of Greek

  • χαμουρεύω — Ν [χαμούρα] (σχετικά με γυναίκα) ψαχουλεύω, βάζω χέρι, πασπατεύω …   Dictionary of Greek

  • χαϊδεύω — και χαδεύω Ν [χάιδι / χάδι] 1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη τού χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «τού χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα») 2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε… …   Dictionary of Greek

  • ψαχούλεμα — έματος, το, Ν [ψαχουλεύω] 1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο 2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα 3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν 1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι 2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • μαλάζω — μάλαξα, μαλάχτηκα, μαλαγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μαλακό τρίβοντας ή ζυμώνοντάς το με τα χέρια: Μάλαξα τη ζύμη μέχρι να γίνει ελαστική. 2. αγγίζω, ψηλαφώ, πασπατεύω: Μάλαξε τα μαλλιά του μωρού για να το νανουρίσει. 3. μτφ., καταπραΰνω, ηρεμώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”